οικετεία

οικετεία
οἰκετεία και οἰκετία, ἡ (Α) [οικέτης]
1. το σύνολο τών οικετών που υπηρετούσαν σε ένα σπίτι, σε μία οικογένεια, το σύνολο τών υπηρετών, τών δούλων («πλούσιοι γενόμενοι Ῥωμαῑοι... οἰκετείαις ἐχρῶντο πολλαῑς», Στράβ.)
2. καταναγκαστική εργασία, δουλεία («ἀπολύειν κελεύω τοὺς ταῑς οικετείας ὄντας Ἰουδαίους», Ιώσ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • οἰκετεία — οἰκετείᾱ , οἰκετεία household of slaves fem nom/voc/acc dual οἰκετείᾱ , οἰκετεία household of slaves fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκετείας — οἰκετείᾱς , οἰκετεία household of slaves fem acc pl οἰκετείᾱς , οἰκετεία household of slaves fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκετείαν — οἰκετείᾱν , οἰκετεία household of slaves fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκετείαις — οἰκετεία household of slaves fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οικετία — οἰκετία, ἡ (Α) βλ. οικετεία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”